λαότητα

From LSJ

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source

Greek Monolingual

η λαός
1. το σύνολο τών ιδιοτήτων ενός λαού
2. σύνολο ανθρώπων με ιστορικά διαμορφωμένη γλωσσική, πολιτιστική, οικονομική και εδαφική κοινότητα.