λαότητα

From LSJ

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267

Greek Monolingual

η λαός
1. το σύνολο τών ιδιοτήτων ενός λαού
2. σύνολο ανθρώπων με ιστορικά διαμορφωμένη γλωσσική, πολιτιστική, οικονομική και εδαφική κοινότητα.