λειανοκάμωτος

From LSJ

οἱ τότε ἤρχοντο εἰς τὴν νῆσον → they were then coming to the island

Source

Greek Monolingual

-η, -ο και λιανοκαμωμένος, -η, -ο
λεπτοκαμωμένος, ισχνός, λιγνός.