ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
-η, -ό (Μ λιγνός, -ή, -όν)
λεπτός, ισχνός, αδύνατος
μσν.
1. μακρόστενος
2. (για πλοίο) αυτό που έχει λεπτό σκαρί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λέγνος].