λευκόχαλκος

From LSJ

Πολλοὺς τρέφειν εἴωθε τἀδικήματα → Multos consuevit alere iniuria et nefas → Gar viele sind's, die Unrechttun zu nähren pflegt

Menander, Monostichoi, 445

Greek (Liddell-Scott)

λευκόχαλκος: ὁ, ὁ ὀρείχαλκος, Δουκάγγ.

Greek Monolingual

ο (Μ λευκόχαλκος)
νεοελλ.
(μεταλργ.) κράμα νικελίου και χαλκού, αλλ. αλπακάς
μσν.
μπρούντζος.