λεύγα

From LSJ

χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → when a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him | when good men are being dragged down, anyone with worthy credentials must feel their pain | when the noble are afflicted, those who all their lives have been deemed loyal must mourn

Source

Greek Monolingual

και λεύγη η (Μ λέγα)
μονάδα μήκους, που διαφέρει κατά τόπους («αγγλική λεύγα»
3. ναυτικά μίλια, δηλ. 5.556,6 μέτρα).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λεύγα < λατ. leuga και leuca «γαλατικό μέτρο χιλίων πεντακοσίων ρωμαϊκών βημάτων». Ο τ. λέγα < ιταλ. lega].