λεύγα

From LSJ

Σοφὴ σοφῶν γὰρ γίγνεται συμβουλία → Denn nur von weisen Männern stammt der weise Rat

Menander, Monostichoi, 483

Greek Monolingual

και λεύγη η (Μ λέγα)
μονάδα μήκους, που διαφέρει κατά τόπους («αγγλική λεύγα»
3. ναυτικά μίλια, δηλ. 5.556,6 μέτρα).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λεύγα < λατ. leuga και leuca «γαλατικό μέτρο χιλίων πεντακοσίων ρωμαϊκών βημάτων». Ο τ. λέγα < ιταλ. lega].