ληφθείς

From LSJ

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source

Greek Monotonic

ληφθείς: μτχ. Παθ. αορ. του λαμβάνω.