λιγόφαγος
From LSJ
Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein
Greek Monolingual
-η, -ο και ολιγόφαγος, -η, -ο (Α ὀλιγοφάγος, -ον)
αυτός που τρώγει λίγο, ολιγόσιτος.
Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein
-η, -ο και ολιγόφαγος, -η, -ο (Α ὀλιγοφάγος, -ον)
αυτός που τρώγει λίγο, ολιγόσιτος.