λιγόφαγος

From LSJ

Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein

Menander, Monostichoi, 225

Greek Monolingual

-η, -ο και ολιγόφαγος, -η, -ο (Α ὀλιγοφάγος, -ον)
αυτός που τρώγει λίγο, ολιγόσιτος.