Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
-η, -ο και ολιγόφαγος, -η, -ο (Α ὀλιγοφάγος, -ον)αυτός που τρώγει λίγο, ολιγόσιτος.