λιγόφαγος
From LSJ
Δὶς ἐξαμαρτεῖν ταὐτὸν οὐκ ἀνδρὸς σοφοῦ → Qui sapit, eundem non bis errabit modum → Den selben Fehler zwei Mal macht kein kluger Mann
Greek Monolingual
-η, -ο και ολιγόφαγος, -η, -ο (Α ὀλιγοφάγος, -ον)
αυτός που τρώγει λίγο, ολιγόσιτος.