ὀλιγοφάγος
From LSJ
Ὁ νοῦς γὰρ ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός → Mortalium cuique sua mens est deus → In jedem von uns nämlich wirkt sein Geist als Gott
English (LSJ)
[ᾰ], ον, = ὀλιγόσιτος, Hp.Vict.2.49.
German (Pape)
[Seite 322] = ὀλιγόσιτος, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλῐγοφάγος: -ον, = ὀλιγόσιτος, Ἱππ. 358. 19.
Greek Monolingual
-ο (Α ὀλιγοφάγος, -ον)
βλ. λιγόφαγος.