λιθοστρώνω

From LSJ

ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws

Source

Greek Monolingual

επιστρώνω κάτι με πέτρες («λιθοστρώνουν τον δρόμο μας»).