Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λιλιώδη

From LSJ

Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down

Sophocles, Electra, 119-120

Greek Monolingual

τα
βοτ. τάξη αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. liliales < νεολατ. liliales < lilium + λατ. κατάλ. -ales. Η λ. κατά τη μεταφορά της έλαβε την ελλ. παραγωγική κατάληξη -ώδη].