λιονταρήσιος

From LSJ

οὐκ ἐπ' ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος → man will not live by bread alone (Matthew 4:4, Luke 4:4)

Source

Greek Monolingual

και λεονταρήσιος, -α, -ο λιοντάρι
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο λιοντάρι
2. μτφ. γενναίος σαν λιοντάρι.