λιοφάγος

From LSJ

Βοηθὸς ἴσθι τοῖς καλῶς εἰργασμένοις → Bonis inceptis addas auxilium tuum → Erweise dich als Helfer dem, was gut getan

Menander, Monostichoi, 73

Greek Monolingual

ο
ελαιοφάγος, αυτός που τρώγει τις ελιές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιο-(II) + -φαγος (< θ. φαγ-, πρβλ. ἔφαγ-ον, αόρ. του ἐσθίω, «τρώω»)].