λιόντας

From LSJ

Πονηρὸν ἄνδρα μηδέποτε ποιοῦ φίλον (μηδέπω κτήσῃ φίλον) → Tibi numquam amicum facito moratum male → Nimm niemals einen schlechten Mann zum Freunde dir

Menander, Monostichoi, 453

Greek Monolingual

ο (Μ λιόντας και λίοντας)
το λιοντάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λέοντας, με συνίζηση].