ἔνθα μὲν οὔτε βοῶν οὔτ' ἀνδρῶν φαίνετο ἔργα → from there no works of men or oxen appeared
1. κοιτάζω λοξά, στραβοκοιτάζω2. βλέπω κάποιον με κακία ή με επιφύλαξη.