Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
-ή, -ό (AM λυδικός, -ή, -όν) Λυδός
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Λυδία ή στους Λυδούς.
επίρρ...
λυδικῶς (Μ)
λυδιστί, κατά τον τρόπο τών Λυδών.