μάιδε

From LSJ

πᾶσιν ἡμῖν κατθανεῖν ὀφείλεται → death is a debt which every one of us must pay

Source

Greek Monolingual

επίρρ. μήτεμάιδε σε πέτραν έκατσε, μάιδε σ' ελιάς κλωνάρι», δημ. τραγούδι).