οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη → since he cannot make what was done as though it had not come to pass
επίρρ. μήτε («μάιδε σε πέτραν έκατσε, μάιδε σ' ελιάς κλωνάρι», δημ. τραγούδι).