μάλαμα

From LSJ

Βουλὴν ἅπαντος πράγματος προλάμβανε → Nihil incohes, nisi inito consilio prius → Vor jedem Handeln fasse einen guten Plan

Menander, Monostichoi, 70

Greek Monolingual

το (Μ μάλαμα)
χρυσός
νεοελλ.
1. κάθε πολύτιμο μέταλλο
2. μτφ. αυτός που έχει εξαιρετική καλοσύνη, πάρα πολύ καλός («αυτός ο άνθρωπος είναι ένα κομμάτι μάλαμα»)
μσν.
χρυσό νόμισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. μάλαγμα (πρβλ. πράγμα: πράμα) < μαλάσσω.