μάτιν

From LSJ

ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old

Source

Greek Monolingual

μάτιν, τὸ (Μ)
ιμάτιο, ένδυμα, ρούχο («κουντῶ τὸν συψωμήτην μου, σύρνω τον ἐκ τὸ μάτιν», Πρόδρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάτι(ο)ν, με αποβολή του αρκτικού άτονου -ι-].