ρούχο

From LSJ

Κενῆς δὲ δόξης οὐδὲν ἀθλιώτερον → Nihil est inani gloria infelicius → Als leerer Ruhm jedoch ist nichts unseliger

Menander, Monostichoi, 289

Greek Monolingual

το / ῥοῦχον, ΝΜ
ένδυμα, φόρεμα (α. «κι εις το ρούχο σου έσταζ' αίμα, πλήθος αίμα ελληνικό», Σολωμ.
β. «λαμπρὸν ἐφόρει ῥοῦχον, πολύτιμον καὶ θαυμαστόν», Διγ. Ακρ.)
νεοελλ.
1. ύφασμα
2. φρ. α) «είναι στα ρούχα» ή «έπεσε στα ρούχα» — είναι άρρωστος, παραμένει κλινήρης
β) «τρώγεται με τα ρούχα του» — γκρινιάζει με το παραμικρό
γ) «έχει τα ρούχα της [του]»
i) (για γυναίκα) βρίσκεται στις ημέρες της εμμηνόρροιας
ii) (και για τα δύο φύλα) έχει διαρκή και έντονο εκνευρισμό
δ) «σκίζει τα ρούχα του» — διαμαρτύρεται έντονα
3. παροιμ. α) «φύλαγε τα ρούχα σου για νά
χεις τα μισά» — παίρνε τις αναγκαίες προφυλάξεις για να μην χάσεις τα πάντα
β) «άλλαξε ο Μανωλιός κι έβαλε τα ρούχα του αλλιώς» — η αλλαγή ήταν μόνο επιφανειακή ή και παραπλανητική
γ) «Γαρούφω, Γαρούφω, βγάλ' το ξένο ρούχο» — μην κάνεις επίδειξη με δανεικά ενδύματα ή χρήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σλαβ. ruho].