μήκυνση

From LSJ

ὕδωρ δὲ πίνων οὐδὲν ἂν τέκοι σοφόν → by drinking water you would never create anything great

Source

Greek Monolingual

η (Α μήκυνσις) μηκύνω
(στην προσωδία) η έκταση βραχέος φωνήεντος σε μακρό, η επέκταση
νεοελλ.
η επιμήκυνση, το μάκρεμα.