μαΐστρος

From LSJ

Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n

Menander, Monostichoi, 149

Greek Monolingual

ο (Μ μαΐστρος και μαγίστρος)
ήπιος βορειοδυτικός άνεμος, που πνέει κυρίως κατά τη θερινή περίοδο, αλλ. σκίρωνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. maistro].