μακρηγορώ
From LSJ
Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück
Greek Monolingual
(AM μακρηγορῶ, -έω, Α δωρ. τ. μακραγορῶ) μακρήγορος
μιλώ διεξοδικά ή για πολύ χρόνο, πολυλογώ, απεραντολογώ.