απεραντολογώ

From LSJ

Ἤθους δικαίου φαῦλος οὐ ψαύει λόγος → Vox prava non pertingit ad mores bonos → Verkommne Rede rührt nicht an gerechte Art

Menander, Monostichoi, 214

Greek Monolingual

(AM ἀπεραντολογῶ, -έω)
μιλώ ακατάσχετα, χωρίς σταματημό, φλυαρώ.