μαμούδι

From LSJ

Δίκαιον εὖ πράττοντα μεμνῆσθαι θεοῦ → Die tuenda memoria in rebus bonis → Wenn es dir gut geht, denk an Gott, dies ist gerecht

Menander, Monostichoi, 118

Greek Monolingual

και μαμούνι, το (Μ μαμούδι και μαμούνι)
έντομο, ζωύφιο
νεοελλ.
μτφ. άνθρωπος αεικίνητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. υποκορ. του μάμμος (II) «οικέτης». Κατ' άλλους, από το ρ. μαμμᾶν < μάμμη. Τέλος, έχει διατυπωθεί η άποψη ότι το μαμούδι < μούμουδο < μύμηδο < μύρμηδο < αρχ. μυρμηδών «μυρμηγκοφωλιά»].