μαμμᾶν
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
English (LSJ)
αἰτεῖν, cry for food, of children, Ar.Nu.1383. (Expld. by Sch.Pl.Alc.1.118e and Phot. as Arg. = eat, cf. Call.Com.29; but more prob. from μάμμη ΙΙ, cry for the breast.)
Greek (Liddell-Scott)
μαμμᾶν: αἰτεῖν, αἰτεῖν ἄρτον, ὡς καὶ νῦν, «μαμμᾶ» ἐπὶ νηπίων, Ἀριστοφ. Νεφ. 1383· - κατὰ Φώτιον· «μαμμᾶν Ἀργεῖοι, τὸ ἐσθίειν· οὕτω Καλλίας»· καὶ καθ’ Ἡσύχ.: «μαμμᾶν· ἐπὶ τῆς παιδικῆς φωνῆς, ἐσθίειν», Καλλ. ἐν Ἀδήλ. 11· ἀλλ’ εἶναι φυσικώτερον νὰ ἀναφέρῃ τις τὴν λέξ. εἰς τὸ ῥῆμα μαμμάω, ζητῶ τὸν μαστόν, «θέλω βυζί», ἴδε μάμμη ΙΙ, (πρβλ. κακκᾶν φράσαι, ὅπερ ἀκολουθεῖ ἐν τῷ μνημονευθέντι χωρίῳ τοῦ Ἀριστοφ.), ἅπερ εἶναι λέξεις δι’ ὧν τὰ μικρὰ παιδία ἐπειρῶντο νὰ δηλώσωσι τὰς πρώτας αὐτῶν ἀνάγκας, πρβλ. βρῦν, βρύλλω.
Greek Monolingual
μαμμᾱν (Α) μάμμη
1. νηπιακή λέξη για την τροφή
2. φρ. «μαμμᾱν αἰτεῖν»
(για τα νήπια) αναζήτηση τροφής, μαμ-μαμ.
Middle Liddell
μαμμᾶν αἰτεῖν, to cry for the breast, to suck the breast, of babies, Ar. [from μάμμη
German (Pape)
αἰτεῖν, zu essen fordern, Ar. Nub. 1383, ist wohl ein inf. von μαμμάω, eigtl. von kleinen Kindern, nach der Mutterbrust verlangen, wofür auch das bei Ar. darauf folgende κακκᾶν φράσαι spricht. Vgl. auch μαμμιάω. Phot. sagt μαμμάω sei argivisch = ἐσθίω.