μανέλα

From LSJ

θάνατος λοῖσθος ἰατρὸς νόσων → death is the last healer of sicknesses

Source

Greek Monolingual

η
1. μοχλός, στρόφαλος
2. λοστός
3. αναφορέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. maniglia].