αναφορέας

From LSJ

Greek Monolingual

ο (Α ἀναφορεύς)
1. ξύλινος κοντός για τη μεταφορά βαρών που αναρτώνται στο μέσον του και που οι δύο του άκρες στηρίζονται στους ώμους δύο ατόμων, αλλιώς μανέλα
νεοελλ.
αναβατήρας, εξωτερικό σιδερένιο σκαλοπάτι σε βαγόνι τραίνου ή αμάξι, μαρσπιέ
αρχ.
λουρί με το οποίο κρατιέται ξίφος ή ασπίδα.