μαντικῶς

From LSJ

Περὶ μὲν γὰρ τῆς πρὸς τὴν φύσιν ὑποστάσεως τῶν... → Αbout the true nature of...

Source

French (Bailly abrégé)

adv.
comme un devin.
Étymologie: μαντικός.

Russian (Dvoretsky)

μαντικῶς: пророчески (εἰπεῖν Plat.).