μαντικῶς
From LSJ
Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?
French (Bailly abrégé)
adv.
comme un devin.
Étymologie: μαντικός.
Russian (Dvoretsky)
μαντικῶς: пророчески (εἰπεῖν Plat.).