μαξεινός

From LSJ

εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming

Source

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
sorte de poisson (= γαλλερίας).
Étymologie: DELG cf. μαζός.