μαραθρίτης

From LSJ

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59

Greek (Liddell-Scott)

μᾰρᾰθρίτης: οἶνος, ὁ, παρεσκευασμένος διὰ μαράθρου, Γεωπ. 8. 9·

German (Pape)

ὁ, von Fenchel, Geop.