μαραθρίτης

From LSJ

Greek (Liddell-Scott)

μᾰρᾰθρίτης: οἶνος, ὁ, παρεσκευασμένος διὰ μαράθρου, Γεωπ. 8. 9·

German (Pape)

ὁ, von Fenchel, Geop.