ματαιολογώ

From LSJ

Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering

Sophocles, Antigone, 583

Greek Monolingual

(Α ματαιολογῶ, -έω) ματαιολόγος
λέω πράγματα άσκοπα και ανόητα, φλυαρώ άσκοπα, κενολογώ.