ματιά

From LSJ

ξύλον ἀγκύλον οὐδέποτ' ὀρθόν → a bent board is never straight

Source

Greek Monolingual

η μάτι
η στροφή τών ματιών προς ορισμένη κατεύθυνση, το βλέμμα («κειός σεβάσμια προχωρώντας και μ' ανήσυχες ματιές», Σολωμ.).