μαυροπίνακας
From LSJ
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
Greek Monolingual
ό
1. μαύρος πίνακας που χρησιμοποιούν στα σχολεία για να γράφουν σ' αυτόν οι μαθητές και οι δάσκαλοι με κιμωλία
2. πίνακας στον οποίο γράφουν οι μικροκαταστηματάρχες τών χωριών τα οφειλόμενα
3. φρ. «τον έχουν γράψει στον μαυροπίνακα» — τον θεωρούν ύποπτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για μεταφραστικό δάνειο (πρβλ. αγγλ. blackboard). Η λ., στον λόγιο τ. μαυροπίναξ, μαρτυρείται από το 1838 στο περιοδικό Παιδική Βιβλιοθήκη].