μαυροφόρος

From LSJ

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source

Greek Monolingual

-ο, θηλ. και -α
1. ο μαυροντυμένος, αυτός που φοράει μαύρα ρούχα («πως δίδουνε πολλή τιμή σ' αυτό το μαυροφόρο», Ερωτόκρ.)
2. συνεκδ. αυτός που πενθεί.