μαυροφόρος

From LSJ

μήτε δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement until you have heard a speech on both sides

Source

Greek Monolingual

-ο, θηλ. και -α
1. ο μαυροντυμένος, αυτός που φοράει μαύρα ρούχα («πως δίδουνε πολλή τιμή σ' αυτό το μαυροφόρο», Ερωτόκρ.)
2. συνεκδ. αυτός που πενθεί.