μαϊμουδίτσα

From LSJ

ἀνάγκη τὸ κινοῦν ἀντικινεῖσθαι → what incites movement must suffer a counter-movement

Source

Greek Monolingual

η μαϊμού
1. μικρή μαϊμού
2. θωπευτική προσφώνηση γυναίκας.