μεγαλειότατος

From LSJ

ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
το αρσ. και θηλ. ως ουσ. προσηγορία αυτοκρατόρων και βασιλέων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος υπερθετικός τ. του επιθ. μεγαλείος].