υπερθετικός

From LSJ

τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό, / ὑπερθετικός, -ή, -όν, ΝΜΑ ὑπερτίθημι
γραμμ. ο βαθμός σύγκρισης που δηλώνει ότι το ουσιαστικό έχει την εκφραζόμενη από το επίθετο ιδιότητα ή ποιότητα στον πιο υψηλό, στον ανώτατο βαθμό («ο υπερθετικός βαθμός τών επιθέτων σχηματίζεται συνήθως με την προσθήκη τών καταλήξεων -τατος, -τατη, -τατον»)
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. το υπερθετικό
ο υπερθετικού βαθμού τύπος ενός επιθέτου
2. φρ. «απόλυτο υπερθετικό»
γραμμ. το υπερθετικό που δηλώνει ότι ένα ον ή πράγμα έχει μια ιδιότητα ή ποιότητα σε πολύ μεγάλο βαθμό, απόλυτα, χωρίς να γίνεται σύγκριση προς άλλα, λ.χ. ο Όλυμπος είναι υψηλότατο βουνό
β) «σχετικό υπερθετικό»
γραμμ. το υπερθετικό που δηλώνει ότι ένα ον ή πράγμα έχει μια ιδιότητα ή ποιότητα στον πιο μεγάλο βαθμό συγκριτικά προς όλα τα άλλα ομοειδή του, λ.χ. ο Όλυμπος είναι το υψηλότατο από όλα τα βουνά της Ελλάδας
αρχ.
1. αυτός που έχει τάση για αναβολή
2. αυτός που προκαλεί αναβολή.
επίρρ...
υπερθετικώς / ὑπερθετικῶς ΝΜΑ
(λόγιος τ.) στον υπερθετικό βαθμό.