μεγαλείος
μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea
Greek Monolingual
-α, -ο (ΑM μεγαλείος, -εία, -ον)
το ουδ. ως ουσ. το μεγαλείο (μεγαλείον)
α) μεγαλοπρέπεια, λαμπρότητα, αίγλη
β) μεγαλοπρεπές έργο, λαμπρό επίτευγμα, μεγαλούργημα («οὐκ οἴδασιν... τὴν παιδείαν κυρίου τοῦ θεοῦ σου, καὶ τὰ μεγαλεῖα αὐτοῦ», ΠΔ)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. α) δόξα, κλέος, ακμή, ισχύς, δύναμη, μεγαλοσύνη (α. «... περασμένα μεγαλεία και διηγώντας τα να κλαις», Σολωμ.
β. «αγωνίστηκαν για το μεγαλείο της πατρίδας»)
β) (χωρίς άρθρο) λέγεται ως έκφραση θαυμασμού για κάτι («έχει ένα σπίτι μεγαλείο»)
γ) στον πληθ. τα μεγαλεία
κοσμικές λαμπρότητες, επιδείξεις πλούτου, αξιώματα, τιμές και διακρίσεις («του αρέσουν τα μεγαλεία»)
μσν.
το ουδ. ως ουσ.
1. αλαζονική συμπεριφορά
2. βιβλίο που περιείχε τα ευαγγέλια
αρχ.
1. μεγαλοπρεπής, λαμπρός («ἐκόσμησε τὰς γνώμας ἔτι μεγαλειοτέροις ῥήμασιν ἢ ἐγὼ νῡν», Ξεν.)
2. (για πρόσ.) αξιοπρεπής, υπερήφανος
3. (για το ύφος του λόγου) υψηλός, στομφώδης
4. φρ. «τὸ μεγαλεῖόν τινος»
(ως τίτλος) η Υψηλότητα.
επίρρ...
μεγαλείως (Α)
1. σε μεγάλο βαθμό, πολύ («μεγαλείως ὠφελῶν τὴν πόλιν», Ξεν.)
2. μεγαλοπρεπώς, λαμπρώς («τοὺς θεοὺς μεγαλείως τιμᾶν καὶ φίλους», Ξεν.)
3. σε υψηλό ύφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγάλος, πιθ. κατά το ἀνδρεῖος.