Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
και μεδούλλι και μελούδι, το (Μ μεδούλλι[ο]ν)
ο μυελός τών οστών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. μεδούλλιον, υποκορ. του λατ. medulla «μεδούλι»].