μελίτακας
From LSJ
Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann
ο (Μ μελίτακας)
(ιδιωμ.) (στην Κρήτη) το μυρμήγκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτγ. μελίτ-αξ, πιθ. < μέλι, -ιτος, + μεγεθ. κατάλ. -ακας].