μελανοτροπίνη

From LSJ

Φιλεῖ δ' ἑαυτοῦ πλεῖον οὐδεὶς οὐδένα → Haud ullus alii quam sibi est amicior → Es liebt ja keiner einen andern mehr als sich

Menander, Monostichoi, 528

Greek Monolingual

η
ιατρ. περιπληπτική ονομασία τών ορμονών του διάμεσου λοβού της υπόφυσης οι οποίες αυξάνουν τη σύνθεση μελανίνης, διαστέλλουν τα μελανοκύτταρα και κατανέμουν τη μελαγχρωστική ρυθμίζοντας τη χροιά του δέρματος.