σύνθεση

From LSJ

οὐκ ἔστιν οὐδείς, οὐδ' ὁ Μυσῶν ἔσχατος → there is nobody, not even the last of the Mysians | there is nobody, not even the meanest of mankind

Source

Greek Monolingual

η / σύνθεσις, -έσεως, ΝΜΑ συντίθημι
1. αρμονική ένωση, συνδυασμός μερών για τη δημιουργία ενός συνόλου, συνένωση («ἡ γὰρ τῶν λίθων σύνθεσις ἑτέρα τῆς τοῦ κίονος ῥαβδώσεως», Αριστοτ.)
2. γραμμ. γλωσσική διαδικασία κατά την οποία ενώνονται δύο ή περισσότερες λέξεις για να απαρτίσουν μία νέα λέξη, λ.χ. κουτο-πονηριά, λογο-παίγνιο, ά-κλιτος, δυσ-άρεστος
3. μουσ. η πράξη της σύλληψης και της δημιουργίας ενός μουσικού έργου
4. υφή, σύσταση ουσίας
5. συγγραφικό έργο, κυρίως η πραγματεία
νεοελλ.
1. ο τρόπος με τον οποίο τα επιμέρους τμήματα ή στοιχεία ενός όλου είναι συγκροτημένα μεταξύ τους («η σύνθεση τών ενόπλων δυνάμεων»)
2. συγγραφή δόκιμου έργου, ιδίως η εξάσκηση τών μαθητών της μέσης εκπαίδευσης στην ορθή, γραπτή ιδίως, διατύπωση τών ιδεών τους τόσο από συντακτική όσο και από ορθογραφική άποψη, η έκθεση ιδεών
3. μουσ. μουσικό έργο
4. (τυπογρ.) η στοιχειοθεσία
5. (καλ. τεχν.) διάταξη και οργάνωση τών μορφών ενός ζωγραφικού πίνακα ή άλλου έργου τέχνης σε ένα ενιαίο και πειθαρχημένο σύνολο, έτσι ώστε το καλλιτεχνικό έργο να αναδεικνύεται σε κάτι πολύ περισσότερο από το άθροισμα τών επιμέρους στοιχείων που το αποτελούν
6. (φιλοσ.) α) ο συνδυασμός μερών ή στοιχείων προκειμένου να διαμορφωθεί μια πιο πλήρης άποψη ή ένα πληρέστερο σύστημα, διεργασία από την οποία προκύπτει ένα συνεκτικό σύνολο που καταδεικνύει την αλήθεια πληρέστερα από ό,τι η απλή συνάθροιση τών μερών
β) (σύμφωνα με τον Καρτέσιο) νοητική διεργασία κατά την οποία η διερεύνηση τών αιτίων από τα αποτελέσματα τους οδηγεί στην κατάδειξη του περιεχομένου τών συμπερασμάτων
γ) (κατά τον Καντ) ο τρίτος όρος μιας αντινομίας, συστατική της γνώσης πράξη, μέσω της οποίας το υποκείμενο συσχετίζει τις διάφορες αναπαραστάσεις της αντικειμενικής πραγματικότητας στον νου του
δ) (στην εγελιανή και μαρξιστική ορολογία) συστατική της γνώσης πράξη, που συμπληρώνει την ανάλυση, και αποτελεί τον τρίτο όρο μιας αντίφασης του τύπου θέση - αντίθεση - σύνθεση, δηλαδή την κατάληξη της διαλεκτικής διεργασίας, κατά την οποία, από δύο αντίθετες έννοιες, τη θέση και την αντίθεση, ο νους προχωρεί στη διαμόρφωση μιας τρίτης, ανώτερης έννοιας, στην οποία αίρεται η αντίφαση αυτή διά μέσου του σχήματος θέση, άρνηση της θέσης, άρνηση της άρνησης, δηλαδή σύνθεση
7. βιολ. πολύπλοκη χημική διεργασία με την οποία τα ζωντανά κύτταρα παρασκευάζουν τις διάφορες ουσίες που έχει ανάγκη ο οργανισμός στον οποίο αυτά ανήκουν, για να συντηρηθεί, να αυξηθεί και να πολλαπλασιαστεί
8. χημ. διαδικασία η οποία συνίσταται στην παρασκευή μιας χημικής ένωσης από τα στοιχεία που την αποτελούν ή από άλλες απλούστερες ενώσεις
9. φρ. α) «σύνθεση δυνάμεων [κινήσεων, ταχυτήτων]»
φυσ. σειρά πράξεων και υπολογισμών που αποβλέπει στον καθορισμό της συνισταμένης δυνάμεων, κινήσεων, ταχυτήτων
β) «σύνθεση πληρώματος»
ναυτ. ο καθορισμός του αριθμού τών αξιωματικών και τών ανδρών καθώς και τών ειδικοτήτων που πρέπει να υπηρετούν σε ένα εμπορικό πλοίο, όπως αυτός δικαιολογείται για την ασφάλεια του θαλάσσιου πλου αλλά και για την τήρηση των κανονικών ωρών της εργασίας
γ) «σύνθεση στόλου»
ναυτ. ο αριθμός τών πλοίων διαφόρων κατηγοριών και τύπων τα οποία συγκροτούν έναν στόλο
δ) «αέριο σύνθεσης»
χημ. μίγμα υδρογόνου και μονοξειδίου του άνθρακα, το οποίο προκύπτει με διάφορες μεθόδους
μσν.
διατήρηση («ἐλαιῶν σύνθεσις», Γεωπ.)
αρχ.
1. συναρμογή, αρμός («εἰσὶ δ' αἱ μὲν ὀφρύες ἐπὶ συνθέσει ὀστῶν», Αριστοτ.)
2. γραμμ. (γενικά) συμπλοκή (α. «ἐξηῡρον αὐτοῖς γραμμάτων συνθέσεις», Αισχύλ.
β. «παντάπασιν ὡς ἔοικεν ἡ τοιαύτη σύνθεσις ἔτι τε ῥημάτων γιγνομένη καὶ ὀνομάτων», Πλάτ.)
3. μετρική κατασκευή («τὴν τῶν ἐπῶν σύνθεσιν, τὴν προσαγορευομένην ποιητικήν», Διόδ.)
4. μαθημ. πρόσθεση
5. (στους Πυθαγορείους) ονομασία του αριθμού δύο
6. (λογ.) σύνδεση του υποκειμένου και του κατηγορουμένου
7. ιατρ. μίγμα ουσιών ή φαρμάκων
8. ομάδα ανθρώπων οργανωμένων σε κοινωνία
9. συγκρότηση στρατιωτικού τάγματος
10. αποθήκευσησύνθεσις μήλων», Φύλαρχ.)
11. (στους Ρωμαίους) ιματιοθήκη
12. ιματισμός, αλλαξιά («συνθέσεις... λευκὰς δεκατρεῖς», πάπ.)
13. φαρδύ και χαλαρό ένδυμα το οποίο φορούσαν κατά τη διάρκεια δείπνων
14. τα επιτραπέζια σκεύη («συνθέσεις πινακίων», πάπ.)
15. μτφ. συμφωνία, συνθήκη
16. φρ. α) «Περὶ συνθέσεως ὀνομάτων» — τίτλος έργου του Διονυσίου του Αλικαρνασσέως
β) «ὁ παρὰ τὴν σύνθεσιν λόγος»
(λογ.) παραλογισμός κατά τη διαδικασία της σύνθεσης κατά τον οποίο αυτό που αληθεύει μερικώς, δηλαδή σχετικά με τα επιμέρους τμήματα, θεωρείται ότι αληθεύει και για το σύνολο (Αριστοτ.)
γ) «ἐκ συνθέσεως» — μετά από συμφωνία (Πλούτ.)
δ) «σύνθεσις λόγου» — το να κάνει κανείς υπολογισμούς (Ευσ.)
ε) «ἡ κατὰ σύνθεσιν ἀγωγή»
μαθημ. η διαδικασία της σύνθεσης, (Αρχιμ.).