μεμπτικός

From LSJ

ἀφ' ἡμέρας γίνεσθαι ἐν τῷ Μουσείῳ → in the Museum from early in the day

Source

German (Pape)

[Seite 129] zum Tadeln gehörig, geneigt, Schol. Ar. Ach. 1082. Auch adv. bei Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μεμπτικός: -ή, -όν, ἔχων διάθεσιν ἢ ἀγαπῶν νὰ μέμφηται, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 1082. - Ἐπίρρ. μεμπτικῶς, Τζέτζ. Ἱστ. 4. 471.

Greek Monolingual

μεμπτικός, -ή, -όν (ΑM) μεμπτός
αυτός που επιδέχεται μομφή, κατηγορία.
επίρρ...
μεμπτικῶς (Μ)
με μομφή, με κατηγορία.